Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Παροιμίες - Α

Α' που 'χασε το χοίρο του, όλο μουγκριές ακούει.
Άβουλα του Θεού φύλλον 'κι λαΐσκεται. (Ποντιακή)
Αβούλευτο είναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι, των απανθρώπων τα παιδιά να' χουν τιμή και τάξη. (Παξοί)
Άβρακος βρακί δεν είχε, το 'βαλε και χέστηκε. (Παξοί)
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Αγάλι αγάλι φύτευε ο γεωργός αμπέλι κι αγάλι αγάλι γίνηκε η αγουρίδα μέλι. (Παξοί)
Αγάλια αγάλια κόνευε, αν θέλεις να προφτάσεις.
Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή.
Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
Αγάπα το γείτονά σου αλλά μη γκρεμίζεις και το φράχτη.
Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι. (Παξοί)
Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος Λιας με τα σταφύλια.
Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
Αγιούτο στην αδυναμιά. (Παξοί)
αγιούτο : βοήθεια (ενετικό)
Άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου.
Αγοράζει μα δεν πουλεί. (Παξοί)
Άγουρος προξενητής για λόγου του κοιτάει. (Παξοί)
Αγροίκου μη καταφρόνει ρήτορος.
Αγρόν ηγόραζεν. (θρησκευτικό)
Άδειο σακί δε στέκεται, γεμάτο δε λυγάει.
Άδειο σακί ορθό δεν κάθεται. (Παξοί)
Αδέρφια αγαπημένα, κάστρα που δεν παίρνονται.
Αδέρφια ενωμένα, σπίτια ευτυχισμένα. (Παξοί)
Αδερφός, κι ας ειν' κι οχτρός. (Κεφαλονίτικη)
Άδης στον άδη και βρωμάει και τυρίλιας. (Παξοί)
Άδουλος δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύει και δένει.
Άδουλος δουλειά δεν είχε το σκοινί λύνει και δένει. (Παξοί)
Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει.
Αιθίοπα σμήχεις. (αρχαιοελληνική)
Παρόμοια με: "Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς".
Άιρα και κάιρα και κόκκινη μηλιά. (Παξοί)
Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει.
Άη Γιώργη μου ακριβός είσαι.
Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε.
Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τονε κράξανε. (Παξοί)
Άκουε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη.
Άκουε πολλά και λέγε λίγα.
Ακουέ τα από καρδίας.
Άκουσε γέρου συμβουλή και παιδευμένου γνώση.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Ακριβοί στα πίτουρα, φτηνοί στα λάχανα.
Αλάργα-αλάργα το φιλί για να έχει νοστιμάδα.
Αλέθει καλά ο μύλος μου.
Αλέθει ο μύλος ό,τι κι αν του ρίξεις. (Παξοί)
Αλήθεια χωρίς ψέματα, φαΐ χωρίς αλάτι. (Παξοί)
Άλλ' αντ' άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα.
Άλλα είναι τ'άλλα κι άλλο της Παρασκευής το γάλα.
Άλλα λέει η γιαγιά μου, άλλα ακούν τ`αυτιά μου.
Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε.
Άλλα τα λεγόμενα κι άλλα τα γενόμενα.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει.
Άλλώς έδοξε τοις θεοίς.
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη σκούφια του αλλιώς.
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Άλλη η δουλειά του ναύτη, κι άλλη του καντηλανάφτη.
Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαρία το Γιάννη. (Παξοί)
Αλί από κείνονε που δεν έχει νύχια να ξυστεί. (Παξοί)
Αλί από κείνονε που δεν έχει ποιος να του φυσήξει το μάτι. (Παξοί)
Αλί από κείνονε που λείπει από το γάμο του. (Παξοί)
Αλί από κείνονε που τονε κλείνει η γης. (Παξοί)
Αλί που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.
Αλίμονο του που δεν έχει και θεό δεν έχει. (Παξοί)
Άλλο λάγιο κι άλλο τράγιο. (Παξοί)
Άλλο ο χήρος γείτονας κι άλλο ο γείτονας γουρούνι. (Παξοί)
Άλλο να σ' το λέω κι άλλο να το βλέπεις.
Άλλοι να σε παινεύουνε κι εσύ να καμαρώνεις. (Παξοί)
Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
Άλλοι παπάδες έρχονται, άλλα χαρτιά κρατάνε.
Άλλοι Πάσχα κι άλλοι χάσκα. (Παξοί)
Άλλοι περνώντας κι άλλοι καρτερώντας. (Παξοί)
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών' και μαγαρίζουν.
Άλλοι τα 'φαγαν τα σύκα κι άλλοι τα πληρώνουνε.
Άλλος βάζει τη φωτιά κι άλλος βρίσκει τον μπελά.
Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει. (Παξοί)
Άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει.
Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη.
Άλλος σπέρνει και τρυγάει, κι άλλος πίνει και μεθάει.
Άλλος το μακρύ κι άλλος το κοντό.
Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.
Αλλοι τα γένια πεθυμούν, κι άλλοι που τα 'χουνε τα φτυούν.
Αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη.
Αλλού είν' ο καλόγερος κι αλλού είναι τα ράσα του.
Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.
Αλλού με τρίβεις δέσποτα, κι' αλλού έχω τον πόνο.
Αλλού με ξείς καλόγηρε κι αλλού με τρώει εμένα.
Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς.
Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Αλλού φωτίζει ο Θεός κι αλλού σκοτίζει. (Παξοί)
Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού αλέθει ο μύλος.
Άλφα Κάπα αντιδαύλι. (Παξοί)
Αλωνάρη με τ' αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
Άμα βλέπεις τη μάνα κλαις το παιδί. (Παξοί)
Άμα δεις λαγό εμπρός σου, τρεις φορές κάν' τον σταυρό σου.
Άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μη περιμένεις άλλον.
Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
Άμα δεν περισσέψει πάει να πει πως δεν φτάνει.
Άμα θες σύντροφο άξο, πάρε νύφη από τη Νάξο.
Άμα κι θέλω να φιλώσε ρωτώ που και κα εν το μάγουλο σ'. (Ποντιακή)
Άμα δεν θέλω να σε φιλήσω ρωτώ που είναι το μάγουλό σου.
Άμα φτυείς ψηλά, πέφτει στο πρόσωπο.
Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.
Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη.
Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.
Άμε διάολε στ' Αρκάδι. (Ρέθυμνο)
Αμ' έπος αμ' έργον.
Αμίλητος σαν ψάρι.
Αμίλητος τρελός, για φρόνιμος περνιέται.
Ανάγκα και θεοί πείθονται.
Ανάθρεψε τον ποντικό να φάει το μαλλί σου.
Αναπέτα πεταλούμ', αλά πέρδικα καλούμ'. (Παξοί)
Ανάποδα, σαν τον κάβουρα.
Άναψε τ' αγίου δυο κεριά και του δαιμόνου πέντε.
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει.
Αν βρέξει ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ' εκείνον τον ζευγά πού 'χει πολλά σπαρμένα.
Αν δεν αστράψει, δε βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.
Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι.
Αν δεν βρέξεις πόδι δεν τρως μπαρμπούνι.
Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή.
Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
Αν δεν έρθει μοναχή της, μην την καρτεράς την τύχη.
Αν δεν ήταν οι βρωμιές δεν θα πουλούσαν το σαπούνι. (Παξοί)
Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίν' η μάνα.
Αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τον ξεφορτώνουν.
Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.
Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.
Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της.
Αν είσαι και λελέκι, δεν είσαι και χατζής.
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου να πας.
Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα το 'τρωγαν και οι γύφτοι.
Αν έχεις νύχια, ξύσου.
Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό καρτέρει.
Αν ήταν η ζήλεια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα.
Αν ήταν η δουλειά καλή θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
Αν ήταν το βιολί ψωλή, θα το παίζανε πολλοί.
Αν θα ζυμώσεις το ταχύ, από βραδίς κοσκίνα.
Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
Αν καθίσεις με στραβό, το πρωί θ' αλληθωρίζεις.
Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ' αηδόνια. (Κεφαλονίτικη)
Αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες να 'χει.
Αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι Μάρτης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτό το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα.
Αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι Μάρτης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτό το ζευγά που ’χει πολλά σπαρμένα.
Αν σ' αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο. (Ιστορική)
Αν τα χάσει ο μήνας δεν τα χάνει ο χρόνος. (Παξοί)
Αν τινάξει ο μυλωνάς, τα ρούχα του κάνει πίτα και κουλούρια. (Παξοί)
Ανδρός χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται.
Ανδρών επιφανών, πάσα γη τάφος.
Ανέγνων, έγνων, κατέγνων.
Διάβασα, κατανόησα, καταδίκασα. Η γνωστή φράση του Ιουλιανού του παραβάτη, όταν διάβασε βιβλίο με περιεχόμενο χριστιανικό γραμμένο σε αρχαίους στίχους.
Άνθρακες ο θησαυρός.
Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
Ανοικοκύρευτος γαμπρός, πάει στους πέντε ανέμους. (Παξοί)
Αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι.
Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης.
Άντρας ψηλός και άγγελος, κοντός πομπή και γάνα, ψηλή γυναίκα άχαρη, κοντή χαραμαντάνα.
Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει.
Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει. (Παξοί)
Άξιος είναι στο φαί και γρήγορος στον ύπνο.
Απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
Απ' όλα έχει ο μπαξές.
Απ' όνων εις ίππους.
Το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όταν θέλανε να καταδείξουνε άνθρωπο που αναρριχήθηκε από τα χαμηλά.
Απ' όπου κι αν τον πιάσεις λερώνεσαι.
Απ' τ' αυτί δεν κουτσαίνει τ' άλογο.
Απ' τ' αυτί και στο δάσκαλο.
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά.
Απ' την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Απ' το διάολο έρχεται τ' αρνί, στο διάολο γυρίζει το τομάρι.
Απ' το κεφάλι βρωμάει το ψάρι.
Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι.
Απ' τ' ολότελα, καλή ειν' κι η Παναγιώταινα.
Απ' το σπίτι κι η τιμή, απ' το σπίτι κι η πομπή. (Παξοί)
Απ' το χέρι ως το στόμα είναι πολύς καιρός ακόμα.
Απ' τον Άννα στον Καϊάφα.
Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
Άπλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.
Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι.
Από δήμαρχος, κλητήρας.
Από κύλικος μέχρι χειλέων πολλά πέλει.
Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
Από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια.
Από ζουρλό και μεθυστή μαθαίνεις την αλήθεια.
Από μικρός στα βάσανα.
Από μουλωχτά σκυλιά να φοβάσαι.
Από μυλωνάς δεσπότης.
Από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί.
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο.
Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος. (Παξοί)
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα.
Από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω, και αν δε μ'ανοίξεις για να μπω, σου κατουρώ τον τοίχο.
Από την Σκύλλα στη Χάρυβδη.
Από το ένα αυτί μπαίνει κι απ' το άλλο βγαίνει.
Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει. (Παξοί)
Απορία ψάλτου, βηξ.
Απρίλης-γκρίλης. (Παξοί)
Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο.
Αργά-αργά τα όργανα κι αρχοντικός ο γάμος.
Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Άρες μάρες κουκουνάρες.
Άρκον σα ξύλα έστειλαν, και γρίζεψεν το δάσος. (Ποντιακή)
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
Άρτσι, μπούρτζι και λουλάς.
Άρτσι πέλαο μ΄ έριξε. (Παξοί)
Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου.
Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω.
Αρχή άνδρα δείκνυσι.
Αρρώστου χείλη φαίνονται και νηστικού μαγούλες.
Ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από την πείνα.
Ας μπαίνει ο κόσμος κι ας λέει ο κόσμος. (Παξοί)
Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει.
Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή... κακά μαντάτα στην ψωλή. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Άσπρα στο πουγκί, ψάρια στο βουνί.
Άσπρος γεννιέται ο κόρακας και μαύρος κατανταίνει. (Παξοί)
Άσχημέ μου στρώσε τάβλα, όμορφέ μου τι θα φάμε. (Παξοί)
Αυγό να πάρεις απ' αυτόν δεν έχει κρόκο μέσα.
Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο.
Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος.
Αυτός είναι βίος και πολιτεία.
Αυτός είναι απ' του διαόλου τη μάνα.
Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο ούλοι. (με αρνητική διάθεση)
Αφές αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τί ποιούσι.
Αφήνω γεια τση φτώχειας. (Παξοί)
Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια.
Αφού έκαμες την εκκλησιά κάμε και τ' άγιο βήμα.
Αχάριστο ευλογείς, νεκρό δανείζεις.
.
.
.
.

Παροιμίες - Β

Βάζει η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
Βαθιά βροντή, κοντή βροχή. (Παξοί)
Βαθύ ποτάμι δεν κάνει κρότο.
Βαίνω κατά κρημνών. - Πάω κατά διαβόλου. (Πλάτωνας, Νόμοι 944α)
Βάλ' το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος.
Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Βάλανε τον τρελό να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα.
Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.
Βάλε-βγάλε παπά τη βράκα σου. (Κρήτη)
Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου. (Παξοί)
Βάλε κλειδί στη γλώσσα σου.
Βάλε λάδι κι έλα βράδυ.
Βάπτισμα του πυρός.
Βάρα γροθιά του μαχαιριού να δεις ποιος θα πονέσει.
Βάρα με μία με τ' σκούφια σ'.
Βαράτε με κι ας κλαίω!
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; (Παξοί)
Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.
Βαστάτε Τούρκοι το λαγό να κατουρήσει ο σκύλος. (Παξοί)
Βέργα που λυγάει δε σπάει.
Βγήκε η πομπή τσι στράτες, κοροϊδεύει τσου διαβάτες. (Παξοί)
Βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια. - Το λύκο τον βλέπεις, τον τορό (χνάρι) γυρεύεις? Βλέπω το δέντρο και χάνω το δάσος.
Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος. - Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82.2)
Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.
Καλή ζωή ζει εκείνος που δεν έχει γυναίκα.
Βίος αβίωτος.
Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. - Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. (Δημόκριτος, 230)
Βλέπεις φαί, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.
Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ανεβούμε το βουνό.
Βοήθα μ', εφτωχέ, μη γίνουμαι άμμον εσέν. (Ποντιακή)
Βόηθα με φτωχέ μη γίνω σαν και σένα. (Παξοί)
Βοηθείστε οι στραβοί τον ανοιχτομάτη.
Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
Βοή λαού, οργή θεού.
Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
Βουνό με βουνό δε σμίγει.
Βους επί γλώσση μέγας. - Λέγεται για κάποιον που κρατά από δωροδοκία ή από ανωτέρα βία το στόμα του κλειστό.
Βρακί δεν έχει να φορέσει, στολίδια γυρεύει.
Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ' αυτί μας.
Βρέξει χιονίσει η πινιάτα θα γιομίσει. (Παξοί)
Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.
Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλιασε η καρδιά του.
Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναστέναξε η καρδιά του.
Βρήκε ο γύφτος λάδι αλείφει και τα αρχίδια του
Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.)
Βρομάει μπαρούτι.
Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.
Bρώμα και δυσωδία. - Για χαρακτηρισμό κάποιου φαύλου προσώπου ή ανήθικης κατάστασης. Από τη φράση «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» (τροφή σκουληκιών και δυσοσμία) στη νεκρώσιμη ακολουθία.
Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι.
Βρηκε ο γαιδαρος βρακι να φορεσει στο Δαφνι(=τρελοκομειο)
Βρηκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
.
.
.
.

Παροιμίες - Γ

Γαία πυρί μιχθήτω.
Ας καταστραφεί το παν.
Γαίαν έχοι ελαφράν.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.
Γάιδαρος αμολητός, κύρης και νοικοκύρης. (Δωδεκάνησα)
Γάιδαρος αμολητός, μαγκουφιά στα λάχανα. (Δωδεκάνησα)
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλλα, κ' η γριά κι αν εμορφίζεται, δεν γίνεται κοπέλα. (Κεφαλονίτικη)
Γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας του φοράν' και σέλλα.
Γαϊδάρου λύρα παίζανε κι αυτός τ' αυτά του τάραζε.
Γάμει δε μη την προίκα αλλά την γυναίκα.
Να παντρεύεσαι την γυναίκα και όχι την προίκα. (Mενάνδρου, Γνώμαι)
Γάμειν ο μέλλων εις μετάνοιαν έρχεται.
O σκεπτόμενος να παντρευτεί έχει κιόλας πάρει το δρόμο της μετάνοιας. (Mενάνδρου, Γνώμαι)
Γάμος άγαμος.
Ολέθριος γάμος.
Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα. (Παξοί)
Γάμος χωρίς σφαχτά δε γίνεται.
Γάτος γαμεί και γάτος σκούζει.
-Γεια σου, Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω.
Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
Γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ει.
Γελάει ο ανόητος, παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα που να είναι αστείο (=γελοίο).
Γελάει ο τρελός στ' αγέλαστα.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις.
Γενεαί δεκατέσσαρες.
Τον πέρασε γενεάς δεκατέσσαρας(=του έβρισε όλο του το σόι). (Ματθ. Α.17)
Γένοιτο.
Mακάρι να γίνει, είθε να επαληθευτεί.
Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν' ακούς.
Γέρος κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει.
Γριά κι αν κοπελεύεσαι, ο ανήφορος το δείχνει. (Παξοί)
Γέρος γάτος, τρυφερά ποντίκια θέλει.
Γηράσκω δ' αεί πολλά διαδασκόμενος.
Γης Μαδιάμ.
(Έξοδος, Β15)
Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο.
Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας, για το γιο η κότα.
Για το καρφί χάνεται το πέταλο, για το πέταλο τ' άλογο.
Για τον εχθρό που φεύγει, φτιάξε χρυσό γεφύρι.
Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις.
Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.
Για ψύλλου πήδημα.
Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
Γίναν οι γλάστρες θυμιατά και τα σκατά λιβάνι.
Γίνεται το γαϊδούρι άλογο;
Γίνηκε ανάστα ο Κύριος.
Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Γιο πουτάνας να πάρεις, κόρη πουτάνας να μην πάρεις. (Επτάνησα)
Γλέντα τον όμορφο καιρό γιατί ο άσκημος δε λείπει.
Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
Γλυκάθηκε η γριά τα σύκα κι έφαγε και τα συκόφυλλα.
Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι έφαγε και τα απόσυκα.
Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τα εζήτα.
Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
Γλύφοντας και σέρνοντας και με τα κέρατά του πάει ο σαλίγκαρος τ' αψήλου. (Επτάνησα)
Γλώσσα λανθάνουσα τ' αληθή λέγει.
Λέγεται όταν από απροσεξία ξεφύγει κάτι από το στόμα μας, που θέλουμε να αποκρύψουμε.
Γνώθι σαυτόν.
Να γνωρίσεις τον ευατό σου. Περίφημη φράση γραμμένη στο Δελφικό μαντείο που αποδίδεται είτε στο Χείλωνα τον Λακεδαιμόνιο είτε στον Σωκράτη.
Γνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός.
Λέγεται για κάποιον που είναι πολύ γνωστός σε κάποιο μέρος.
Γουρούνι στο σακί.
Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί.
Για ανθρώπους ανειλικρινείς και υποκριτές. (Λουκάς, ΙΑ'44)
Γριά αλεπού στην παγίδα δεν πιάνεται.
Γριάς το μεσοχείμωνο αγγούρι της θυμήθη.
Γυναίκα από τη Μύκονο, μάγια στ' αρχοντικό σου.
Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.
Γυναίκα και χειμωνικό η τύχη τα διαλέγει. (Παξοί)
Γυναίκα χωρίς άντρα, πλοίο χωρίς τιμόνι.
Γυναίκα δίχως φίμωτρο, αλί που θα την πάρει.
Γυναίκα, ντουφέκι, φακός κι ομπρέλα, δε δανείζονται. (Παξοί)
Γυναίκες μαλώνουν, αλήθειες αποκαλύπτονται.
Γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει.
Η σιωπή είναι στολίδι για τις γυναίκες.
Γύρευε παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο.
Γύρω-γύρω νά 'ρχεται και μέσα να μη μπαίνει.
Γύφτος παπάς δε γίνεται κι αν γίνει δε βλογάει. (Παξοί)
.
.
.
.

Παροιμίες - Δ

Δάκρυα τα προοίμια της τέχνης.
Λέγεται για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς, όταν ασχολείται με την τέχνη. (Λουκιανού, Ενύπνιον 1.6)
Δανεικά τα κρούταλα στο γάμο
Δαμόκλειος σπάθη.
Π.χ. «Το ένταλμα κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι μου».
Από τη γνωστή ιστορία με τη δοκιμασία του Δαμοκλή, ενός αυλικού του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου.
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Δείξε μου το φίλο σου και θα σου πω ποιος είσαι.
Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι.
Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα. (Σέρρες)
Δε δίνει στον άγγελό του νερό.
Δε θα χάσει η Βενετιά βελόνι.
Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
Δε με νοιάζει που πεθαίνω, παρά που όσο ζω μαθαίνω.
Δε φοβάται το βουνό απ' τα χιόνια.
Δε χαλάει ο διάολος τη φωλιά του.
Δε χορεύει πάντα όποιος πλερώνει τα βιολιά.
Δει δέ χρημάτων.
Υπάρχει ανάγκη χρημάτων, χρειάζονται χρήματα.
Δεινής ανάγκης ουδέν ισχυρότερον.
Δεινόν προς κέντρα λακτίζειν.
μεταφορ. ματαιοπονείς, η επίθεσή σου εναντίον μου αποβαίνει εις βάρος σου, το χτύπημά σου γίνεται μπούμερανγκ.
Δέκα μέτρα, μία κόβε. (Παξοί)
Δεκέμβριος, Χριστού γέννηση και καλός μας Χρόνος.
Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει.
Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα για να περάσω.
Δεν είδα απ' τα μάτια, θα ιδώ απ' τα φρύδια;
Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
Δεν είναι άγιοι όλοι όσοι πάνε στην εκκλησία.
Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.
Δεν κάνουνε όλοι οι μπουμπούλοι μέλι. (Παξοί)
Δεν κόβει ούτε Οβραίου μύτη.
Δεν μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη.
Δεν τρέχει κάστανο.
Δεν τρώει το ψωμί χαράμι.
Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ' αλάτι.
Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.
Δέρνει τους μικρούς να τρομάξουν οι μεγάλοι.
Δες μάνα και πάρε κόρη.
Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.
Δεύρο έξω.
Βγες έξω, παρουσιάσου. (Ιω. ΙΑ.43, «Λάζαρε, δεύρο έξω»)
Δήλιον πρόβλημα.
Πολύ δύσκολο πρόβλημα.
Δήλιος κολυμβητής.
Άριστος κολυμβητής.
Διαίρει και βασίλευε (λατ. divide ut regnes).
Διάλεξε, ξεδιάλεξε, στην κοπριά κατάντησε.
Διά γυναικός ερρύη τα φαύλα.
Φράση του Θεόφιλου στην Εικασία (η απάντηση που του έδωσε η Εικασία ήταν «διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα).
Δια πυρός και σιδήρου.
Με κάθε μέσο, με τη βία.
Δίκαιον της πυγμής.
Δίκαιο του ισχυρότερου.
Δίς καί τρίς τό καλόν.
Δις παίδες οι γέροντες
Δυο φορές παιδιά οι γέροι. (Πλάτωνας, Νόμοι, 646Α)
Δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει.
Δόξα νάχεις τρυγητή μου που 'δα τρίχα στο μουνί μου. (Επτάνησα)
Δος καματερόν κι έπαρ' διαταγωγόν. (Ποντιακή)
Δόσις ολίγη τε φίλη τε.
Προσφορά μικρή αλλά έγκάρδια. (Όμηρος, Οδ. Ζ208)
Δουλειά δεν είχε ο Διάολος, γαμούσε τα παιδιά του.
Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι αύτωνε τα παιδιά του.
Δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης. (Επτάνησα)
Δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις.
Δούλεψε στα νιάτα σου να 'χεις στα γηρατειά σου.
Δρακόντειος νόμος.
Πολύ σκληρός νόμος.
Δράξασθε παιδείας.
Εκμεταλλευτείτε κάθε ευκαιρία για μόρφωση. (Ψαλμ. 2.12)
Δράττομαι της ευκαιρίας.
Βρίσκω την ευκαιρία.
Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.
Οταν κανείς δυστυχήσει όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του.
Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Δυο γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.
Δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, δεν χωράνε.
Δυο το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο.
Δύσκολα νιάτα, καλά γεράματα.
Δύσκολο να γενεί του χοίρου η τρίχα μετάξι. (Παξοί)
Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.
Από τη γνωστή φράση του Χ. Τρικούπη.
Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι.
Δώσ' σε 'μένα και στο γιο μου, νά κι ο άντρας μου στην πόρτα.
Δώσε τόπο στην οργή.
Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του.
Δώθε παν' οι άλλοι.
Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.
Δώσε πλούτη, δίνεις γνώση, δώσε φτώχεια, δίνεις τρέλα.
Δως του πιρούνι κι ας βγάλει τα μάτια του.
.
.
.
.

Παροιμίες - Ε

Εάλω η πόλις. - Κυριεύθηκε η πόλη. Έπεσε η πόλη. Η απελπισμένη κραυγή που αντήχησε στην Κωνσταντινούπολη, όταν οι ορδές του Μωάμεθ ορμούσαν μέσα στην πόλη από την εκπορθημένη Κερκόπορτα). - Λέγεται (μεταφορικά) για κάτι που χάθηκε άδοξα.
Εάν το άλας μωρανθή.
Δηλαδή, αν λείψουν οι λίγοι και οι εκλεκτοί.
Έβαλε την ουρά στα σκέλια.
Λέγεται όταν κάποιος είναι θρασύδειλος.
Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Έβγαλε κι η Ελευσίνα στάρι.
Εβάλλει ο κλέφταν τη φωνή να φοβηθεί π' έχασε. (Ποντιακή)
Παρόμοια με «φωνάζει ο κλέφτης ν' ακούσει ο νοικοκύρης».
Έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου.
Έγινε λαγός.
Εγκάριξεν ο γάιδαρος κι είπε "άχερος".
Εγύρεψεν ο εφτωχόν, και 'δώκεν για τη ψην ατ'. (Ποντιακή)
Εγώ βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει, άρα δε ζήσει.
Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.
Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.
Εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω.
Εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω.
Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη; (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ καράβια χάνονται... βαρκούλες αρμενίζουν!
Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί ξυρίζεται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ το χωριό καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.
Εδώ σε θέλω κάβουρα, πώς περπατάν στα κάρβουνα;
Είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα.
Είδαν σο φτωχό βολόνι. (Ποντιακή)
Είδες χιόνι στο βουνί, βάλε χέρι στο μουνί. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο κι έφυγε.
Είναι για το γάιδαρο καβάλα.
Είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια.
Είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω.
Η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια: εγώ ξεκαθάρισα από πριν τη θέση μου, προειδοποίησα για τη στάση μου - τώρα δεν έχω καμιά ευθύνη για ό,τι έγινε ή ό,τι θα γίνει.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Είπαν του τρελού να χέσει, κι εκείνος ξεκωλώθηκε. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εκφράζει υπερβολή)
Είπαν της γριάς να χέσει, κι αυτή ξεκωλιάστηκε. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εκφράζει υπερβολή)
Είπανε ενός να κλάσει και χέστηκε.
Εις εμοί τρισμύριοι.
Ένας ικανός για μένα ισοδυναμεί με 30.000 άλλους (το είπε ο Ηράκλειτος, για να τιμήσει τον άνθρωπο με δυνατή προσωπικότητα).
Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης.
Ενας είναι ο καλύτερος οιωνός, να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα. Tη φράση είπε ο ‘Εκτορας στον Πολυδάμαντα. (Πβ.Ιλ.Μ243)
Εις τον καιάδα.
Στη φράση «ρίχνω κάτι εις τον καιάδα» (σαν άχρηστο ή επιζήμιο).
Καιάδας, βάραθρο στη Σπάρτη, όπου οι Σπαρτιάτες έριχναν τους κακούργους και τους προδότες.
Εις υγείαν του κορόιδου.
Έκαμα τον γάιδαρο κι ετσούλωσε τ' αυτιά του κι επήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του.
Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εννοεί την αχαριστία)
Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εννοεί την αχαριστία)
Έκαστος εφ' ω ετάχθη.
Καθένας για εκείνο, για το οποίο είναι προορισμένος. Π.χ. δεν είμαστε όλοι ικανοί γι' αυτό. Έκαστος εφ' ω ετάχθη.
Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.
Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων' οι ψύλλοι.
Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το πουλί σου.
Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις (ή θα φτάσεις).
Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ' άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.
Εκεί που σ' αγαπούν να μην πολυπηγαίνεις, γιατί αν τύχει και σε βαρεθούν δε θα' χεις τί να γένεις.
Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
Εκυλίεν το πιθάρ' και εύρεν το πώμαν. (Ποντιακή)
Παρόμοια με την «κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι».
Έλα παππού μου να σου δείξω πού τό 'χει η γιαγιά μου.
Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου.
Έλα μουνί στον τόπο σου και ρέστα μη γυρεύεις.
Έλλαξεν η χήνα κι εφόρησεν πάλι εκείνα. (Ποντιακή)
Έλληνες αεί παίδες.
Περίφημη φράση που είπε Αιγύπτιος ιερέας στον Σόλωνα για να τονίσει την αιώνια νεότητα του ελληνικού πνεύματος. (Πλάτ. 22β)
Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
Εμορφιάδα σο σκουτέλι 'κι εμπαίνει. (Ποντιακή)
Ένα βόλι γυρίζει στράτευμα.
Ένα κι ένα κάνουν δύο.
Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα.
Ένα το 'χει η Μαριορή, το στεγνώνει το φορεί.
Ένας κούκκος μοναχά, την άνοιξη δεν φέρνει.
Ένας κούκκος δεν φέρνει την άνοιξη.
Εν οίδα οτι ουδέν οίδα.
Εν στόματι ρομφαίας ή μαχαίρας.
Π.χ. Τους αιχμαλώτους τους πέρασαν όλους εν στόματι ρομφαίας, δηλ. τους έσφαξαν.
Εν τη παλάνη και ούτω βοήσωμεν.
Δηλ. πρώτα θα καταβληθεί η αμοιβή (ή το αντίτιμο) και έπειτα θα προσφερθεί η εργασία ή θα δοθεί το πράγμα που αγοράστηκε.
Εν τούτω νίκα.
Με αυτό το σημείο να νικάς. Η συμβολική φράση που παρουσιάστηκε στον ουρανό μαζί με το σημείο του σταυρού στον Μ. Κωνσταντίνο πριν από τη συγκρουσή του με τον Μαξέντιο (312 μ.Χ.).
Ενός κακού μύρια έπονται.
Εξ οικείων τα βέλη.
Οι επιθέσεις προέρχονται από οικεία πρόσωπα.
Εξ όνυχος τον λέοντα.
Λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι από κάποια μικρή ένδειξη μπορεί να διαφανεί ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου.
Επανάληψις, μήτηρ μαθήσεως.
Επανάληψις, μήτηρ πάσης μαθήσεως.
Έπιασε τον πάπα απ'τ'αρχίδια.
Επιμενίδειος ύπνος.
Λέγεται για ύπνο πολύωρο και μακάριο. Η φράση προέρχεται από τον αρχαίο Κρητικό σοφό Επιμενίδη, που λέγεται πως κοιμήθηκε 57 χρόνια.
Επί ξύλου κρεμάμενος.
(μεταφορικά) αδέκαρος, σε άθλια κατάσταση. Συχνή φράση στην Ακολουθία των Παθών του Χριστού.
Επί ξυρού ακμής.
Στην κόψη του ξυραφιού.
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
Ερως ανίκατε μάχαν.
Έρωτα ανίκητε στη μάχη (Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ.781).
Εσένα, κόρη, λέει το, εσύ, νύφη, άκου το. (Ποντιακή)
Έτερος εξ' ετέρου σοφός.
Ο καθένας γίνεται σοφός από τον άλλο (φράση του Βακχυλίδη).
Εύκαιρ' τσουβάλ', σ'ο ποδάρ κι στεκ' (ποντιακό).
Εύρηκα! Εύρηκα!
Το βρήκα! Το βρήκα! (φράση του Αρχιμήδη, όταν ανακάλυψε το νόμο της άνωσης).
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Έφτασε ο τρυγητής, ξαπόστασε ο δραγάτης.
Έχασε τ' αυγά και τα καλάθια.
Έχασε τ' αυγά και τα πασχάλια.
Έχε καθάριο πρόσωπο, για τους κακούς γειτόνους.
Έχε τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ, γιατρού δεν θα 'χεις χρεία.
Έχει ο Θεός!
Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες.
Έχεις καλά παιδία τα κροσία τί να φτας; Κι έχεις κακά παιδία, πάλι τί να φτας ατά. (Ποντιακή)
Έχεις γρόσσα; έχεις γλώσσα.
Έχεις λιλιά, έχεις λαλιά.
Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες.
Έχουσι γνώσιν οι φύλακες.
Λέγεται συνήθως, όταν κάποιος θέλει να τονίσει ότι έχει πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ή όλες τις επιβαλλόμενες προφυλάξεις.
Έχω ράμματα για τη γούνα σου.
Εως της συντελείας του αιώνος.
Αιώνια.
.
.
.
.

Παροιμίες - Ζ

Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάνουν.
Ζει και κάτα, ζει και σκύλος, ζει και ποντικός στην τρύπα. (Ποντιακή)
Ζήσε μαύρε μου (τον Μάη) να φας τριφύλλι.
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
Ζήτω που καήκαμε!
.
.
.
.

Παροιμίες - Η

Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια.
Η αλεπού εκατό και το αλεπουδάκι εκατόν δέκα.
Η αλπού ικατό τα αλπούδια ικατόν δέκα.
Η αλεπού εργάτες έβαζε και 'κείνη ακριδολόγαγε.
Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή.
Η ανάγκη κάνει το παλικάρι.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
Η γάρ σιωπή τοίς σοφοίσιν απόκρισις.
Η γάτα για το ψάρι της, πούλησε τ' αμπέλι της.
Η γίδα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει.
Η γκαμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της.
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει μα κόκκαλα τσακίζει.
Η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο.
Η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες.
Η γριά η κότα έχει το ζουμί.
Η γριά η κότα έχει το ζουμί, μα η πουλάδα κάνει τον πετεινό και λαλεί!
Η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.
Η γυναίκα με το κλάμα κι ο κλέφτης με τους όρκους.
Η δουλειά δεν είναι ντροπή.
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.
Η θάλασσα 'ναι γαλανή μα ο αέρας τη μαυρίζει.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η ισχύς εν τη ενώσει.
Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.
Η καλή καρδιά με θρέφει, η κακή με ξεριζώνει. (Ποντιακή)
Η καλή μέρα, απ' το πρωί φαίνεται.
Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά.
Η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό την κότα;
Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
Η νύφη μας την ομορφιά στην κεφαλή την έχει.
Η νύφη όντας γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη.
Ή παπάς-παπάς, ή ζευγάς-ζευγάς.
Η πείνα κάστρα πολεμάει και κάστρα παραδίνει.
Η πίστωση απόθανε (η κακοπληρωμή τη σκότωσε).
Η πολλή αγάπη φέρνει και πολλή αμάχη.
Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
H πονηρή αλεπού πιάνεται απ' τα τέσσερα.
Η πουτάνα θέλει να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει.
Η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά.
Η σκύλα από τη χαρά της τα 'κανε στραβά τα κουτάβια.
Ή στραβός ειν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς 'τον που την έχει.
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά.
Η τύχη τρυπάει κεφάλια και περάει. (Ποντιακή)
Η φτήνια τρώει τον παρά.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει.
Ήθελές 'τα κι έπαθές 'τα.
Ήθος ανθρώπω δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του.
Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί. Ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι. Ήλιος και χιόνι, παντρεύονται οι αρχόντοι.
Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα.
Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.
Ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι γαϊδαρος κι αποστράβωσε.
.
.
.
.

Παροιμίες - Θ

Θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός.
Θα κλάψουνε μανούλες!
Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ' αυγά.
Θα το βρει η στραβή τ' αρνί της.
Θα τον χορέψω στο ταψί.
Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
Θεια μου Θεια μου να 'σαν ξένη, τι δουλειά που 'θελα γένει.
Θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά.
Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει.
Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Θέλει και το γουρούνι κουδούνι.
Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
Θέλεις το φτωχό να σκάσεις: Πες του λίρες να σ' αλλάξει.
Θεός να σε φυλάει από καινούργιο άρχοντα κι από παλιό διακονιάρη.
Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος).
Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν.
Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά.
Θολό πρωί, καθάρια μέρα.
Θού Κύριε φυλακή τω στόματί μου. (θρησκευτικό)
Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του.
.
.
.
.

Παροιμίες - Ι

Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Λέγεται συνήθως σε εκείνους που καυχώνται για προγενέστερα ανεπιβεβαίωτα κατορθώματά τους και προκαλούνται τώρα να τα επαναλάβουν, για να αποδείξουν ότι δεν λένε ψέματα. Η φράση προέρχεται από τον αισώπειο μύθο «Ανήρ κομπαστής».
Ιδού ο νυμφίος έρχεται.
Λέγεται όταν πρόκειται να επισημανθεί η απροσδόκητη έλευση ενός προσώπου ή γεγονότος που θα κρίνει τελεσίδικα το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας. (Ματθ. ΚΕ'6)
Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)!
Ιμάτιον Αντισθένους.
Λέγεται για κάποιον που καμαρώνει φιλάρεσκα για την δήθεν ταπεινοσύνη του.
Ίτε παίδες Ελλήνων.
Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων. Φράση από τον Αισχύλο (Πέρσες, 402: «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε»).
.
.
.
.

Παροιμίες - Κ

Καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.
Καθ' ενού η πορδή, μόσχος του μυρίζει.
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
Κάθε αρχή και δύσκολη.
Κάθε εμπόδιο σε καλό.
Κάθε θαύμα τρείς μέρες, το μεγάλο τέσσερις.
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
Κάθε μέρα δεν είναι Πασχαλιά.
Κάθε μέρα δεν είναι τ' Αϊ-Γιαννιού.
Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο.
Κάθε σταλαματιά νερό τ' Απρίλη είναι ένα βαρέλι λάδι.
Καθένας με την τρέλα του.
Καθένας με τον πόνο του.
Καημό που το 'χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι
Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι.
Και με τα χίλια στ' φυλακή και με τα πεντακόσια.
Και μ' εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
Και το βόλι είναι μικρό, αλλά σκοτώνει και θεριό.
Καινούργιο κοσκινάκι μου, και πού να σε κρεμάσω;
Καινούργια αγάπη έπιασα, παλιά μου στάσου πίσω.
Και ο άγιος φοβέρα θέλει.
Και οι τοίχοι έχουν αυτιά.
Και 'συ κακό χερόβολο και 'γω κακό δεμάτι.
Και τ' αυγού το μέσα και τ' αυγού το έξω. (Ποντιακή)
Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα.
Και την πορδή σου δύναμη.
Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σ' ακουμπήσω.
Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω.
Καιρός πανιά, καιρός κουπιά.
Καιρός παντί πράγματι.
Kάθε πράγμα στον καιρό του.
Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
Κακή μοίρα έχεις άντρα μου, ούλοι 'πνιγήκανε και σύ εγλύτωσες.
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
Κακού κόκορος κακόν ωόν.
(μεταφορ.) Από κακό δάσκαλο βγαίνει κακός μαθητής.
Καλά είν' τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.
Καλά είν' τα πλατανόφυλλα με το ροΐ το λάδι.
Καλά είν' τα φαρδομάνικα, μα είν' για δεσποτάδες.
Καλή ζωή, κακή διαθήκη.
Καλιμασιά και Νένητα, Πυργί και Βερβεράτο αυτά τα τέσσερα χωριά βάζουν τη Χίο κάτω. (Χιώτικη)
Κάλλια εφτά στον πισινό, παρά μια στην κεφαλή.
Κάλλια 'χω να με βλαστημούν, παρά να με λυπούνται.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.
Κάλλιο μια πορδή (ενν.: να αφήσω) παρά ένα ασκί άντερα (ενν.: να χάσω).
Κάλλιο 'νας φρόνιμος οχτρός παρά 'νας φίλος παλαβός. (Κεφαλονίτικη)
Κάλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει.
Κάλλιο πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα.
Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία.
Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία. Περίφημη φράση της Θεοδώρας στον Ιουστινιανό σε κρίσιμη στιγμή.
Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.
Καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας.
Καλόμαθε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλα.
Καλόμαθε η γριά στα σύκα, κι όλη μέρα τα ζητά.
Καλομελέτα κι έρχεται.
Κακομελέτα κι έρχεται.
Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά. Καλογέροι για φαί, όλοι εδώ οι ορφανοί.
Καλός καλό 'κε θωρεί, κακός κακό 'κε βλέπει. (Ποντιακή)
Καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
Καναπίτσα δωσαμε, καναπιτσόσπορο πήραμε.
Κάνε Γιάννο μ' τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θειά σου.
Κάνε με ξανά γαμπρό, να δεις πως καμαρώνω.
Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.
Κάνε φίλο το χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι.
Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Καράβι που αργεί σκατά είναι φορτωμένο.
Κάτα σο κρέας κι έφτασεν και είπεν: Παρασκευή έν'. (Ποντιακή)
Κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα.
Κατά μάνα κατά κόρη κατά γιος και θυγατέρα.
Κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα).
Κατά που μου ψάλλεις, σου κανοναρχώ.
Κατά τ' αγώι κι ο αγωγιάτης.
Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.
Κατά φωνή κι ο γαίδαρος.
Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Κι αλευρωμένος να 'ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
Κι ο άγιος φοβέρα θέλει.
Κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι έλαχε μέρα Σάββατο.
Κλαίγοντ' οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες.
Κλαίν' οι χήρες, κλαιν' οι παντρεμένες, κλαιν' κι αυτές που 'χουν από δυό.
Κλάφτα, Χαράλαμπε.
Κλείδα την πόρτα σου και το γείτονά σου κλέφτα μη πιάνεις. (Ποντιακή)
Κλωτσιούνται τ' άλογα και την πληρώνουν τα γαϊδούρια.
Κοιμίσου και παρήγγειλα.
Κόκκινα γένια, μάτια γαλανά, καρδιά του Ιούδα, ψυχή του σατανά.
Κολοκύθια με τη ρίγανη.
Κολοκύθια στο πάτερο.
Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας.
Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Κοντά στο νου κι η γνώση.
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή σαλαμπαντάνα.
Κοντός ψαλμός αλληλούια.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κορακος εξελευσεται κρα.
Κόρακας να σε πιάσει. (το λέμε όταν βήχει πολύ κανείς)
Κορώνας το μάτι γυαλίζει, θαρρούν ένι όλο άλειμμα. (Ποντιακή)
Κοσμοκράτορας γίνεσαι, πλην στομοκράτορας 'κι επορείς. (Ποντιακή)
Κότα πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
Κουκκί το κουκκί γεμίζει το σακί.
Κουκκιά μετρημένα.
Κούνια που σε κούναγε...
Κουτσοί, στραβοί στον άγιο Πανταλεήμονα.
Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.
Κράτα με να σε κρατώ ν' ανεβούμε το βουνό.
Κρένω 'γω τσαμπουνίζει κι ο άντρας μου.
Κρυώνει σα γύφτος.
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Κυρά μου κοίτα τον άντρα σου και κόψε τη φορεσιά σου.
Κυριακή κοντή γιορτή.
Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
κλασε ψηλα και χορευε
.
.

.

Παροιμίες - Λ

Λαγός την φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
Λαγός τη φτέρη εκούναγε, κακό της κεφαλής του.
Λάδι βρέχει, κάστανα χιονίζει.
Λάδια πολλά κι από τηγανήτα τίποτα.
Λαός 'ξαγριεμένος, φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Λάχανα 'ς τη μάνα μου,λάχανα 'ς τον άντρα μου, κάλλια ήταν 'ς μάνα μου.
Λέγε λέγε το κοπέλι κάνει την γριά και θέλει.
Λείπ' ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;
Λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι.
Λίγα είναι τα ψωμιά του.
Λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει.
Λιθάρι που κυλάει δε μαλλιάζει.
Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένα.
.
.

.

Παροιμίες - Μ

Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Μ' ευγενικόν κουβέντιαζε, και ξόδευε το βιος σου. (Κεφαλονίτικη)
Μάζευε κι ας είν' και ρώγες.
Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα.
Μαζί με το βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα.
Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε.
Μάη μήνα μη φυτέψεις, Μάη μη στεφανωθείς, Μάη μήνα μη δουλέψεις, Μάη μη ταξιδευτείς.
Μάη μου, καλέ μου μήνα, νά ’σουν δυο φορές το χρόνο!
Μάης άβροχος μούστος άμετρος.
Μάης άβροχος χρονιά ευτυχισμένη.
Μάης βρεμένος μούστος μετρημένος.
Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα.
Μάθε τέχνη κι άσ' τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ' τηνε.
Μάθε τέχνη κι άσ' τηνε κι αν φτωχύνεις πιάσ' τηνε.
Μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια.
Μαθημένο είναι το αρνί να του παίρνουν το μαλλί.
Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι.
Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι.
Μάνα είναι μόνο μία.
Μαριγούλα Μαριγώ, δεν με θέλεις, να κι εγώ!
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
Μάρτ'ς, γδάρτ'ς, ουρθοχέστ'ς, παλουκοκαύτης.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρόταν.
Μας έμαθαν οι Κρητικοί πως είμαστε Χανιώτες.
Μας περίσσεψε η ρίγανη, τη βάλαμε και στα σκατά.
Μάστορας και μαθετής, τύφλα να 'χουνε κι οι τρεις. (Ποντιακή)
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Μαύρη μοίρα που 'χεις άντρα, όλοι παν και δε γυρίζουν εσύ πας κι έρχεσαι.
Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λαμβάνεις.
Με ήλιο τά ’βγαζα, με ήλιο τά ’βαζα, τι έχουν τα έρμα και ψοφάν;
Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
Με πορδές δε βάφονται αυγά.
Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίσεις.
Με το ζόρι, παντρειά δε γίνεται.
Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
Με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου.
Με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος.
Με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι.
Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις.
Μεγαλώνει το γομάρι και κονταίνει το σαμάρι.
Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!
Μεσιακό γαϊδούρι, το τρώει λύκος.
Μέτρα μηλιά τα μήλα σου.
Μετρημένα κουκκιά.
Μετρημένα τα λουκάνικα κι αμέτρητες οι μέρες.
Μη βροντήξεις ξένη πόρτα και βροντήξουν τη δική σου.
Μη δεις ψηλό και φοβηθείς, κοντό κι αναθαρρέψεις.
Μηδέ χελιδόνας εν οικία δέχεσθαι.
Μηδέν άγαν (τίποτα σε υπερβολή).
Μη θωρείς με πως κουτσαίνω, δες την ίσια μου τη μοίρα.
Μη κρίνετε ίνα μη κριθείται.
Μη μου τους κύκλους τάραττε.
Μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Μηδέν άγαν.
Να αποφεύγονται οι υπερβολές.
Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης.
Μην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα.
Μην κακολογάς το σπίτι σου, μην πέσει και σε πλακώσει!
Μην τάξεις σ' άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι.
Μην το πεις ούτε του παπά.
Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
Μη στάξει η ουρά του ποντικού, και λερωθεί το λάδι.
Μητ' ο σκύλος τρώει τ' άχυρο μήτε το γάιδαρο αφήνει.
Μια ζωή χρωστάμε ούλοι μας. (Κεφαλονίτικη παροιμία)
Μία σου και μία μου.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και τον επιάσανε.
Μια χαρά και δυο τρομάρες.
Μικρόν κώλον δεν έδειρες, μέγαν μη φοβερίζεις.
Μικρό-μικρό τ’ αλώνι μου, να ’ναι μοναχικό μου.
Μικρό μουνί, μεγάλο γαμήσι.
Μικρός-μικρός δεν έμαθες, μεγάλος μην ελπίζεις.
Μικρός που είναι ο κόσμος!
Μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι.
Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
Μπήκε το νερό στ' αυλάκι.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μπρος στα κάλλη τι 'ναι ο πόνος;
Μοναχός σου χόρευε κι' όσο θέλεις πήδα.
Μονάχος μήτε στον παράδεισο.
Μού ’κανες τη μέρα δάκρυ και τη νύχτα συμφορά.
Μυρίζει μπαρούτι.
Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι.
.
.

.

Παροιμίες - Ν

Ν' απλώνεις τα πόδια σου όσο φτάνει το στρώμα σου.
Να 'καναν οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά.
Να ζήσει όποιος μ' έβρισε, να σκάσει όποιος μου το 'πε.
Να καβούρους, δώσ' μου αλεύρι.
Να λιλί, δώσ' μου τσιτσί.
Να λείπει το βύσσινο!
Να μένει το βύσσινο!
Να ξαναγενόμουν νύφη, θα 'ξερα να προσκυνήσω.
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι.
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι.
Να σηκωθεί ο άνθρωπος να κάτσει ο γάιδαρος.
Να σωπάσει ο άνθρωπος να μιλήσει το γαϊδούρι.
Να 'ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη.
Νά 'ταν η ζήλεια ψώρα θα ξυνόταν όλη η χώρα!
Νά 'ταν η ζήλεια ψώρα, θα γέμιζ' όλ' η χώρα.
Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.
Να 'χαμε τραχανά και λάδι, να μας έδινε η γειτόνισα τον τέτζερη.
Να 'χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.
Νιός ήμουν και γέρασα.
Ήμουνα νιός και γέρασα.
Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν.
Να ξεπλύνεις τις αμαρτίες σου, όχι μόνον το πρόσωπό σου. Είναι η περίφημη καρκινική επιγραφή (δηλ. φράση που διαβάζεται από την αρχή και από το τέλος το ίδιο) που είχε χαραχθεί στο ναό της Αγ.Σοφίας.
Νοέμβρη νόγα κι έσπερνε, ξερά - χλωρά πελέκα.
Νους ορά και νους ακούει.
Nους υγιής εν σώματι υγιεί.
Ένα υγιές πνεύμα προϋποθέτει ένα υγιές σώμα.
.
.
.
.

Παροιμίες - Ξ

Ξύδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι.

Ξύλον αγκύλον ουδέποτ' ορθόν.

Ξυπνήσανε τα τούβλα και σφυράνε από τις τρύπες.
.
.

.

Παροιμίες - Ο

Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Ο ανήφορος φέρνει κατήφορο.
Ο άνθρωπος ότι μπορεί κι ο Θεός ότι θέλει.
Ο αποθανών δεδικαίωται.
Ο Απρίλης ρίχνει τη δροσιά κι ο Μάης τα λουλούδια.
Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα.
Ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά δεν κρύβονται.
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ο γάιδαρος είν' γάιδαρος και ας φορεί και σέλα.
Ο γάτος κι ο καλόγερος πολυαγαπούν το ψάρι, κι η παντρεμένη το φιλί, κι η λεύτερη το χάδι.
Ο γέγονε, γέγονε.
Ό,τι έγινε, έγινε. (Πβ.Ιω.ΙΘ.22)
Ο Γενάρης δεν γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά.
Ο γέγραφα γέγραφα.
Ότι γράφει δεν ξεγράφει.
Ο γραμμάτων άπειρος ου βλέπει βλέπων.
Ο αγράμματος είναι στην ουσία τυφλός.
Ο δέ ψευδής λόγος γίνεται παρά το πρώτον ψέυδος.
Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.
Ο έχων ώτα ακούει, ακουέτω.
Ο θάνατός σου η ζωή μου.
Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα σαν τον νοικοκύρη, όχι.
Ο θεός βλέπει βουνά και ρίχνει χιόνι.
Ο θεός έφκιασε τον κόσμο κι είπε: "Οπόχει μυαλό ας πορεύεται." (Κεφαλονίτικη )
Ο θεός οικονομάει κι ο διάολος τα χαλάει.
Ο καθένας για λόγου του κι ο θεός για όλους. (Κεφαλονίτικη)
Ο καθένας με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
Ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει. (από Μακεδονία)
Ο καιρός είναι γιατρός.
Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος. (Βυζαντινή)
Ο κανατάς όπου θέλει κολλάει τα χερούλια. (Κεφαλονίτικη)
Ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει.
Ο καλός καλό δεν έχει.
Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
Ο κερατάς το μαθαίνει πάντα τελευταίος.
Ο κλέψας του κλέψαντος.
Ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.
Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
Ο κουτσός με το 'να πόδι δίνει μια και πάει στην Πόλη.
Ο Κρητικός δεν ξέρει από θάλασσα.
Ο λύκος δε βρωμίζει τη φωλιά του.
Ο λύκος έχει τ' όνομα κι η αλεπού τη χάρη.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του.
Ο λύκος σαν γεράσει, μασκαράς των σκυλιών γίνεται.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Ο λύκος στην αντάρα χαίρεται.
Στην αντάρα τρέχει ο λύκος.
Ο Μάης έχει τ' όνομα ο Απρίλης τα λουλούδια.
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε και πάλι ξαναχιόνισε.
Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει.
Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζει.
Ο μέν λόγος θαυμαστός, ο δέ λέγων άπιστος.
Ο μη δαρείς ου παιδεύεται.
Αν δε φάει κανείς ξύλο δε μαθαίνει γράμματα.
Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω.
Όποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει. (Πβ. Παύλ. Τιμόθ. Γ'10)
Ο μη ων μεθ' ημών καθ' ημών (εστί).
Όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εναντίον μας. (Πβ. Ματθ. ΙΒ'30)
Ο νοικοκύρης είναι το αλάτι του σπιτιού.
Ο νόμος είναι νόμος.
Ο ξυπόλυτος είδε τον κουτσό και παρηγορήθηκε.
Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του.
Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα.
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο που αγάλι-αγάλι περπατεί μακριά μπορεί να πάει.
Ο που έχει κόρη ακριβή, του Μάρτη ο ήλιος μην τη δει.
Ο που καβαλάει ξένο άλογο, μεσοδρομίς μεζεύει.
Ο που ζυγιέται στους γκρεμούς βουνά μην ανεβαίνει.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα σαν τύχει και θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει.
Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό.
Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ' ένα τραπέζι σμίγει.
Ο χειρότερος κουφός είν' αυτός που δε θέλει ν' ακούσει.
Ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά.
Ο χορός καλά κρατεί.
Ο ψεύτης κι ο κλέφτης το πρώτο χρόνο χαίρονται.
Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Οι ακαμάτρες κι οι χαζές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Οι γύφτοι τα μαλώματα για πανηγύρια τά 'χουν
Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα.
Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες.
Οι μούτσοι που γαμούσαμε 'γίναν καπεταναίοι. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
Οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι.
Οι πολλοί μάγειροι τη χαλάν τη σούπα.
Οι Χιώτες πάνε δυο-δυο.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, στάρι μην περιμένεις.
Όλα εδώ πληρώνονται.
Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα.
Όλα τα πουλιά μισεύουν, οι κοράκοι μόνο μένουν.
Όλα τα φαντάσματα, του ύπνου αναγελάσματα.
Όλα τά 'χε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε.
Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
Όλες οι μέρες είναι του Θεού.
Όλο το αβγό στην πίτα.
Όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
Όλοι οι καλοί μαζί, κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι όλοι αντάμα κι ου ψώριαβος αχώρια.
Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.
Όμοιος ομοίω αεί πελάζει.
Όμοιος τον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει.
Όμοιος τον όμοιο και η κοπριά τα λάχανα.
Όμοιος τον όμοιο γύρευε, πουτάνα την πουτάνα, κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα.
Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
Ομορφιά χωρίς χάρη, αγκίστρι χωρίς δόλωμα.
Όνομα και μη χωριό.
Όντες θέλει να χαλάσει ο θεός το μέρμυγκα, του βάνει φτερά και πετάει. (Κεφαλονίτικη)
Ονείρατα μοι λέγεις.
Όπερ έδει δείξαι.
Όπερ και εγένετο.
Όποιος αγάλια περπατεί, πολύ μακριά πηγαίνει.
Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Όποιος βγάνει και δε βάνει, γρήγορα στον πάτο φτάνει.
Όποιος γελάει τη γη κι η γης τόνε γελάει.
Όποιος γίνεται πρόβατο τον τρώει ο λύκος.
Όποιος γυρίζει, μυρίζει κι όποιος κάθεται, βρωμάει.
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
Όποιος δε θέλει κούρταλα, στο χαλκιδειό δεν πάει.
Όποιος δε μιλεί τον θάφτουν.
Όποιος δεν έχει μαυρομάτα, φιλάει την τσιμπλομάτα.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.
Όποιος δεν κάνει τρέλες στα νιάτα του, τις κάνει στα γεράματά του.
Όποιος δεν τιμάει τη γυναίκα του, την κάνει άτιμη.
Όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια, γαμάει με τα μάτια. (για την πρεσβυωπία)
Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.
Όποιος είν' έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
Όποιος έκανε γούμενος έκανε και κελάρης.
Όποιος έχει μαχαίρι τρώει πεπόνι.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Όποιος θέλει ν' αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει, θέλει άσπρα να ξοδιάσει και να μη τα λογαριάσει.
Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα.
Όποιος καεί απ' το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος καει στο κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος καμαρώνει γι' αφεντιά, πρέπει κι αφέντης να 'ναι.
Όποιος κοροϊδεύει, κοροϊδεύει τον εαυτό του.
Όποιος μπλέκει με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
Όποιος ξένο σκύλο θρέφει, μόνο το λουρί του μένει.
Όποιος πίνει βερεσέ, δυο φορές μεθάει.
Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, ένα μπαίνει στον κώλο του.
Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε.
Όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα.
Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες.
Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη έχει τρεις σωρούς τ' αλώνι.
Όποιος στα είκοσι δεν έχει νου, στα τριάντα ας μην προσμένει.
Όποιος στα σκότη περπατεί, σε λάσπες και σκατά πατεί.
Όποιος στην ξέρα περπατεί και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος οπίσω του κουκιά του μαγειρεύει.
Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, κι όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.
Όποιος φεύγει απ' το μαντρί, τον τρώει ο λύκος.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του, του μένουν τα μισά.
Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη.
Όπου αγάλι-αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
Όπου βλέπεις μάσα, κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο, τρέχα.
Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.
Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
Όπου δεν τα βγάζει πέρα ο διάολος μοναχός του, στέλνει τη γυναίκα.
Όπου είσαι ήμουνα, και όπου είμαι θ'άρθεις (ή θα φτάσεις).
Όπου έχει δυο αγαπητικές χαρά έχει μεγάλη, γιατί όταν μαλώνει με τη μια κινάει και πάει στην άλλη.
Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Όπου 'ναι καλορίζικος γεννάει κι ο κοκοράς του.
Όπου πάνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.
Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι.
Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά.
Όπου φτύνουν πολλοί μαζί, κυλάει ποτάμι.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει αγουρίδες.
Όσα είπαμε, νερό κι αλάτι.
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Όσα φέρνει η ώρα δε τα φέρνει ο χρόνος.
Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή.
Όσες πράσινες φοράδες, τόσες καλοπεθεράδες.
Όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει.
Όσο κι αν γέρασε ο Χριστός πέντε θαύματα τα κάνει.
Όσο πίν' η πεθερά μας τόσο μας καλοχαιρετάει.
Όσος είσαι πάντα φαίνου και κομμάτι παρακάτω.
Όταν ανακατώσεις τα σκατά, βρωμάνε.
Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι.
Όταν δεις ακρίβεια, καρτέρειε και τη φθήνεια.
Όταν δεν μπορεί να δείρει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι.
Όταν διψάει η αυλή σου νερό έξω μη χύσεις.
Όταν ευρείς το φόρτωμα πληρώσου το κουρμέκι.
Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
Όταν θέλεις να φτιάξεις πορτοκαλάδα, θέλεις πορτοκάλια. Άσχετα αν οι πατάτες είναι πιο φθηνές.
Όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο.
Όταν κλείνει μια πόρτα, κλείνει κι ένα παράθυρο.
Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μας γυρεύει.
Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια.
Όταν ο μήνας δεν έχει ρώ (ρ) το κρασί θέλει νερό.
Όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, το ένα απ' τα δύο θα σπάσει.
Όταν ψοφήσουν τ' άλογα, έχουν τιμή τα γαϊδούρια.
Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
Ό,τι δίνεις παίρνεις.
Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει.
Ου γαρ έρχεται μόνον.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Ουδείς εκών κακός.
Κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του (μία από τις βασικότερες διδαχές του Σωκράτη).
Ουδείς μωρότερος των ιατρών, αν δεν υπήρχαν οι διδάσκαλοι.
Ουδείς χειρότερος εχθρός από τον ευεργεντηθέντα φίλο.
Ουδέν κακό αμιγές καλού.
Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.
Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον.
Δε με αφήνει να κοιμηθώ (να ησυχάσω) η νίκη του Μιλτιάδη. Είναι η περίφημη φράση που έλεγε ο Θεμιστοκλής μετά τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Άλλοι την αποδίδουν στη φιλοδοξία και στη ζήλεια του Θεμιστοκλή, και άλλοι στην ανησυχία και στον φόβο του ότι οι βάρβαροι θα ξαναχτυπούσαν σύντομα την Ελλάδα, όπως το διορατικό του δαιμόνιο διέβλεπε.
Ουκ εν τω Άδη μετάνοια.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ.
Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος.
Ο άνθρωπος δεν αξίζει να ζει μόνο για την υλική τροφή του.
Ούτε γάμος δίχως κλάματα ούτε κηδεία δίχως γέλια.
Ούτε γης ούτε ουρανού άπτεται.
Ούτε κρύο ούτε ζέστη.
Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.
Όύτε ψύλλος στον κόρφο του (δε θά 'θελα νά 'μαι).
Ού το εράν νόσος, αλλά το μη εράν.
Ουκ αντιλέγοντα δέι τόν αντιλέγοντα πάυειν, αλλά διδάσκειν - ουδέ γάρ τόν μαινόμενον αντιμαινόμενός τις ιάται.
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
Όψιμος γιος δε θα γνωρίσει πατέρα. (Βυζαντινή)
.
.
.
.

Παροιμίες - Π

Πάθει μάθος.
Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)
Παιδιά, σκατά και σύννεφα... δεν πιάνονται. (Χιώτικη)
Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
Παλιό τ' αμπέλι, λίγο το κρασί.
Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)
Παν μέτρον άριστον.
Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα 'ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
Παπάς, παπά καλό δε θέλει.
Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το 'φερ' η κατάρα.
Παπάς στην πόλη, η παπαδιά 'μολογάει.
Ο παπάς απ' την πόλη, η παπαδιά μολογάει.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το.
Πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με.
Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον.
Παρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.
Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.
Πάταξον μεν άκουσον δε.
Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
Πενία τέχνας κατεργάζεται.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Περί ορέξεως ουδείς λόγος.
Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Πέσε σύκο να σε φάω.
Πετάγεται σαν τη πορδή.
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πιες μόνο νερό, να’χεις κεφάλι καθαρό.
Πίστευε και μη ερεύνα.
Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ' αρχίδια
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
Πλεύουν τα μήλα στο νερό πλεύουν και οι καβαλίνες.
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα.
Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα προνόμια.
Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.
Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
Πρώτα όβασον κι'επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)
Πυρ, γυνή και θάλασσα.
Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
Που σου νεύκω που πάεις.
Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.
Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».
Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Πως παν' τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν' μαυρίζουν.
.
.
.
.

Παροιμίες - Π

Πάθει μάθος.
Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)
Παιδιά, σκατά και σύννεφα... δεν πιάνονται. (Χιώτικη)
Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
Παλιό τ' αμπέλι, λίγο το κρασί.
Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)
Παν μέτρον άριστον.
Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα 'ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
Παπάς, παπά καλό δε θέλει.
Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το 'φερ' η κατάρα.
Παπάς στην πόλη, η παπαδιά 'μολογάει.
Ο παπάς απ' την πόλη, η παπαδιά μολογάει.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το.
Πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με.
Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον.
Παρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.
Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.
Πάταξον μεν άκουσον δε.
Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
Πενία τέχνας κατεργάζεται.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Περί ορέξεως ουδείς λόγος.
Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Πέσε σύκο να σε φάω.
Πετάγεται σαν τη πορδή.
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πιες μόνο νερό, να’χεις κεφάλι καθαρό.
Πίστευε και μη ερεύνα.
Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ' αρχίδια
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
Πλεύουν τα μήλα στο νερό πλεύουν και οι καβαλίνες.
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα.
Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα προνόμια.
Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.
Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
Πρώτα όβασον κι'επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)
Πυρ, γυνή και θάλασσα.
Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
Που σου νεύκω που πάεις.
Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.
Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».
Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά. (υβριστική)
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Πως παν' τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν' μαυρίζουν.
.
.
.
.

Παροιμίες - Ρ

Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.

Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.

Ρε, γαμπρέ, η μύτη σου. Είν' από το χειμώνα.

Ρόδα είναι και γυρίζει.

Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.

Ρώτα με, να σε ρωτώ, να περνούμε τον καιρό.

Ρωτώντας πας στην Πόλη.
.
.
.
.

Παροιμίες - Σ

Σ' αγαπώ κυρά μ’ να κλαν’ς, μα όχ’ κι αν το παρακάν’ς. (Κοζανίτικη)
Σ' άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
Σ' ένα καζάνι βράζουμε όλοι.
Σ' έναν δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε φεύγει.
Σ' όλα τα σπίτια ένας τρελλός, στο δικό μας όλοι.
Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο πεθερός.
Σακάκι πληρώνεις, σακάκι παίρνεις. Μανίκι πληρώνεις, μανίκι παίρνεις.
Σαν αστράφτει και βροντά, δέσε την βάρκα του ψαρά.
Σαν θέλει η μοίρα μυλωνάς γίνεται και δεσπότης.
Σαν σ' αρέσει η φάβα σπείρε και κάνα λαθούρι.
Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να 'χει ο χάρος (Κυθναίικη)
Σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει.
Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.
Σε ξένο κώλο εκατό ξυλιές.
Σε ξένο φαΐ αλάτι μη ρίχνεις.
Σε πήρα για τριαντάφυλλο, κι εσύ βγήκες τσουκνίδα.
Σε σκύλο κι αν εμπιστευτείς, σε Φράγκο μην πιστεύεις.
Σε τσίμπησε η μύγα τσετσέ; (Είσαι συγχισμένος/η, τσαντισμένος/η)
Σ' όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια.
Σηκωθήκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.
Σηκωθήκανε τ'αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.
Σήμερα κινήσαμε κι αύριο πόσες έχουμε.
Σιγά μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σκατά μετά ριγάνεος.
Σκατό κι'εν, η γιαγιά μ' έχεσεν. (Ποντιακή)
Σκόρδα στα μάτια σου!
Σκύλο που γαβγίζει μη φοβάσαι.
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει.
Σόι πάει το βασίλειο.
Σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια.
Καποιανού του χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Σπεύδε βραδέως.
Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.
Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
Σπίτι χωρίς γυναίκα, εκκλησιά χωρίς παπά.
Σπουδαία τα λάχανα!
Στάλα τη στάλα το νερό, τρυπάει και το βουνό.
Στείλε στους γύφτους να βρεις προζύμι.
Στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα.
Στεφάνωσε και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Στη γυναίκα σου και στ' άλογό σου μην απολάς ποτέ τα γκέμια.
Στη χώρα ο νόμος βασιλιάς και στο χωριό η συνήθεια.
Στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.
Στην ξαδέρφη και στην θειά μπαίνει πάντα πιο βαθιά.
Στην χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς.
Στη χώρα των τυφλών, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
Στους τυφλούς, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' στο σπίτι.
Στο αγελαδοκούρεμα. (=στις καλένδες)
Στο καλάθι δε χωράει, στο κοφίνι περισσεύει.
Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.
Στο σκισμένο το σακί, θέλεις βάλε, θέλεις μη.
Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
Στον άγγελό του νερό δεν δίνει!
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό.
Στον ακάλεστο το γάμο ή διωγμένος ή δαρμένος.
Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.
Στον καταραμένο τόπο (το) Μάη μήνα βρέχει.
Στον τρυγητή σιτάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε.
Στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Σ' τσου είκοσι μυαλό, σ'τσου τριάντα βιο και σ' τσου σαράντα γυναίκα, ειδ' αλλιώς είτε μυαλό είτε βιος είτε γυναίκα. (Κεφαλονίτικη)
Στα είκοσι θα δουλέψεις, στα τριάντα θα κάμεις, στα σαράντα θα 'χεις. Δε δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Συντροφικό γουρούνι ποτέ του δεν παχαίνει.
Σφάλμα γιατρού, πεννιά θεού.
Σφάξε με Πασά μ' να αγιάσω.
Σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω.
Σφούγγισ' τη μύτη σου γαμπρέ.
-Είναι απ' το χειμώνα.
- Σ'ήξερα κι απ' το καλοκαίρι.
Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
.
.
.
.

Παροιμίες - Τ

Τ' αργαστήρι θέλει κουτσό νοικοκύρη.
Τ' άλογο το πληγωμένο όταν δει τη σέλλα τρέμει.
Τα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του.
Τα γενόμενα ουκ απογίγνονται.
Τα γέλια θα σου βγουν ξινά.
Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.
Τα είπε χαρτί και καλαμάρι.
Τα εν οίκω μη εν δήμω.
Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Τα ζώα μου αργά.
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν.
Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.
Τα λέω της πεθεράς, για να τ' ακούει η νύφη.
Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
Τα μαλώματα οι γύφτοι τα 'χουν για πανηγύρια.
Τα μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
Τα παθήματα μαθήματα.
Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δεύτερων.
Τα πάχη μου τα κάλλη μου.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
Τα στραβά μας παραθύρια τα χρυσά φλουριά τα 'σιάζουν.
Τα φαινόμενα απατούν.
Τάζω της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι.
Τείνω ευήκοον ους.
Ακούω με ευνοϊκή διάθεση.
Τέρμα τα δίφραγκα.
Τέλειωσαν τα ψέματα.
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
Τέτοιος μάστορας, τέτοια τσιράκια.
Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς.
Της γυναίκας ο καημός: λούσα, πούτσα και χορός.
Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο νά 'ναι κόρη.
Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
Της κακιάς ψωλής, της φταίνε οι τρίχες.
Της στραβής ψωλής, το μαλλί της φταίει.
Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.
Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα!
Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια...
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!
Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.
Τι μικρός διάολος, τι μεγάλος διάολος. Κι οι δυο διαόλοι είναι.
Τι μπρόκολα τι λάχανα.
Τι 'ναι ο κάβουρας τι 'ν' το ζουμί του.
Τι να πεθάνεις χωροφύλακας, τι να πεθάνεις 'νωματάρχης.
Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι.
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.
Τι χοντρό κεφάλι που 'χεις. Με στενεύει η σκούφια σου.
Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το άδικον ουκ ευλογείται.
Το άδικο δεν βλογιέται.
Το αίμα νερό δε γίνεται.
Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
Το βούρκο σαν πετροβολάς, πηδάει και σε λερώνει.
Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το γοργό και χάριν έχει.
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι' αυτός γύρευε ρείκια.
Το γυαλί κι η τύχη εύκολα τσακίζονται.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
Το ένα γαιδούρι θέλει ενάμισι.
Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Το Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
Το μασταπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;
Το μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Το μήλο κάτω απ' την μηλιά θα πέσει.
Το μοναστήρι να 'ν' καλά (κι από καλογέρους βρίσκεις).
Το μουνί και το χταπόδι, οσο το χτυπάς απλώνει
Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
Το μουνί σέρνει καράβι.
Σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει.
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο μουντζώνουνε.
Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες.
Το πάθημα να σου γίνει μάθημα.
Το πάθος (γίνεται) μάθος.
Το σκυλί, όπου τρώει, εκεί και γαβγίζει.
Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Τον γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.
Τον καβαλλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.
Τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά σου μαγειρεύει.
Τον σκύλο κάνε σύντεχνο και το ραβδί σου βάστα.
Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.
Τον τσίμπησε η μύγα τσε-τσε. (Είναι συγχισμένος/τσαντισμένος)
Το δικό μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;
Το καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλονίτικη)
Το καλό αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή παροιμία)
Το μη χείρον βέλτιστον.
Το μουρλό και τον φτωχό ξένες έννοιες τον τρώνε.
Το ντέφι κι' η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
Το ξένο είναι πιο γλυκό.
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Το ξύλο βγηκε από τον παράδεισο.
Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το 'καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.
Το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Το πολύ το κυρ' ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός.
Το σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.
Το σίδερο στη βράση κολλάει.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.
Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
Το στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.
Το φτηνό είν' κι ακριβό.
Το φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι.
Το φτωχό και το χωριάτη, ξένοι πόνοι τον γερνάνε.
Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
Ο κόσμος καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.
Το ψάρι βρωμάει απ΄ το κεφάλι.
Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας.
Το ψηλό δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.
Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς.
Του ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.
Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί.
Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα.
Του έταξε λαγούς με πετραχήλια.
Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.
Του κώλου τα εννιάμερα.
Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.
Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
Του τρυγητή, του αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.
Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ' σκούτε. (Ποντιακή)
Του χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι.
Τραβάτε με κι ας κλαίω.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, τρεις και το λαδόξυδο.
Τρελός παπάς τον βάφτισε.
Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
Τροχός τ' ανθρώπινα.
Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Τσάμπα ξύδι, γλυκό σα μέλι.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ' έξι.
Τώρα που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε στο γνωρίζω.
Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!
.
.
.
.

Παροιμίες - Φ

Φάε λάδι κι έλα βράδυ.
Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Φέξε στραβέ τ' αλλήθωρου.
Φέρ' το ψωμί να φάμε και ας τους άλλους να πεινάνε.
Φησίν σιωπών.
Φίδι φύλα το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Φίλε μου στην ανάγκη μου κι οχτρέ μου στη χαρά μου.
Φίλοι μου στην ανάγκη μου, κι εχθροί μου στη χαρά μου.
Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβέρισε τον κώλο σου μη χέσει τα κλιτσιά σου.
Φρου φρου και τ' αμπέλι ξέφραγο.
Φτηνός στο λάδι, ακριβός στο ξύδι.
Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
.
.
.
.

Παροιμίες - Χ

Χαιρέτα μου τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει.
Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Χαρά σ' τον που γεννήθηκε με τρίχες στο κορμί του.
Χάρε χαρά που μου 'φερες και λύπη που μου πήρες.
Χάρη στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα.
Χάσ' απού του δίκιου σου, για να 'σ' αργά 'σ' του σπίτ' σου.
Χέρι που δεν μπορείς να δαγκάσεις, φίλα το.
Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι.
Χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι.
Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί.
Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον Αλωνάρη.
Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού.
Χιόνισ' έβρεξ' ο Γενάρης, όλ' οι μύλοι μας θ' αλέθουν.
Χόρευε κυρά Ντουντού κοίτα και το σπίτι σου.
Χους εις χουν και πνεύμα εις Πνεύμα απελεύσει.
Χρόνια και ζαμάνια.
Χρόνου φείδου.
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
Χωρίς κουπιά και άρμενα, Αϊ-Νικόλα βόηθα.
Χτίζει σπίτια η ομόνοια, τα γκρεμίζει η διχόνοια.
Χώρια παπάς, χώρια παπαδιά. (Κρήτη)
Χωρίσαμε τα τσανάκια μας.
.
.
.
.

Παροιμίες - Ψ

Ψαρεύει σε θολά νερά.

(Ψάχνουμε) ψύλλους στ'άχυρα.

Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.

Ψωμί δεν είχαμε,τυρί μας ήρθε.

Ψωμί δεν έχουμε, τυρί γυρεύουμε.
.
.

.
.

Παροιμίες - Ω

Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου.

Στίχος 2ος: Κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου.
Σημ. Να έχεις καλό ταξίδι, χωρίς εμπόδια.

Ως εδώ και μη παρέκει. ,
,

.
.