Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Παροιμίες - Π

Πάθει μάθος.
Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)
Παιδιά, σκατά και σύννεφα... δεν πιάνονται. (Χιώτικη)
Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
Παλιό τ' αμπέλι, λίγο το κρασί.
Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)
Παν μέτρον άριστον.
Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα 'ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
Παπάς, παπά καλό δε θέλει.
Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το 'φερ' η κατάρα.
Παπάς στην πόλη, η παπαδιά 'μολογάει.
Ο παπάς απ' την πόλη, η παπαδιά μολογάει.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το.
Πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με.
Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον.
Παρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.
Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.
Πάταξον μεν άκουσον δε.
Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
Πενία τέχνας κατεργάζεται.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Περί ορέξεως ουδείς λόγος.
Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Πέσε σύκο να σε φάω.
Πετάγεται σαν τη πορδή.
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πιες μόνο νερό, να’χεις κεφάλι καθαρό.
Πίστευε και μη ερεύνα.
Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ' αρχίδια
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
Πλεύουν τα μήλα στο νερό πλεύουν και οι καβαλίνες.
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα.
Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα προνόμια.
Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.
Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
Πρώτα όβασον κι'επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)
Πυρ, γυνή και θάλασσα.
Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
Που σου νεύκω που πάεις.
Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.
Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».
Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά. (υβριστική)
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Πως παν' τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν' μαυρίζουν.
.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: